Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δαίω2
δαίω
δάκνω
δάκρυ
δακρυόεις
δάκρυον
δᾶκρυπλώω
δακρύω
δαλός
δαμάζω
δάμαρ
δάμασε
δάμη
δάμνημι
δαμόωσι
δανός
δάος
δάπεδον
δάπτω
δαρδάπτω
δαρθάνω
View word page
δάμαρ
-αρτος, ἡ
[δαμ-, δαμάζω.]
ShortDef
a wife, spouse
Debugging
Headword:
δάμαρ
Headword (normalized):
δάμαρ
Headword (normalized/stripped):
δαμαρ
IDX:
2017
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2018
Key:
Data
{'content': '<p>-αρτος, ἡ</p> <p>[δαμ-, δαμάζω.]</p>'}