Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω2
δαίω
δάκνω
δάκρυ
δακρυόεις
δάκρυον
δᾶκρυπλώω
δακρύω
δαλός
δαμάζω
δάμαρ
δάμασε
δάμη
δάμνημι
δαμόωσι
δανός
δάος
δάπεδον
δάπτω
View word page
δαλός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
a fire-brand, piece of blazing wood
Debugging
Headword:
δαλός
Headword (normalized):
δαλός
Headword (normalized/stripped):
δαλος
IDX:
2015
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2016
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}