Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω2
δαίω
δάκνω
δάκρυ
δακρυόεις
δάκρυον
δᾶκρυπλώω
δακρύω
δαλός
δαμάζω
δάμαρ
δάμασε
δάμη
δάμνημι
δαμόωσι
View word page
δακρυόεις

-εντος.

Fem. -εσσα.

[δάκρυον.]

ShortDef

tearful, much-weeping

Debugging

Headword:
δακρυόεις
Headword (normalized):
δακρυόεις
Headword (normalized/stripped):
δακρυοεις
IDX:
2011
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2012
Key:

Data

{'content': '<p>-εντος.</p> <p>Fem. -εσσα.</p> <p>[δάκρυον.]</p>'}