Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω2
δαίω
δάκνω
δάκρυ
δακρυόεις
δάκρυον
δᾶκρυπλώω
δακρύω
δαλός
δαμάζω
δάμαρ
δάμασε
δάμη
δάμνημι
View word page
δάκρυ
τό
[cf. δάκρυον.]
ShortDef
a tear
Debugging
Headword:
δάκρυ
Headword (normalized):
δάκρυ
Headword (normalized/stripped):
δακρυ
IDX:
2010
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2011
Key:
Data
{'content': '<p>τό</p> <p>[cf. δάκρυον.]</p>'}