Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δαίτηθεν
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω2
δαίω
δάκνω
δάκρυ
δακρυόεις
δάκρυον
δᾶκρυπλώω
δακρύω
δαλός
δαμάζω
δάμαρ
δάμασε
δάμη
View word page
δάκνω

3 sing. aor. δάκε Il. 5.493.

Infin. δακέειν Il. 17.572, Il. 18.585.

To bite. Of dogs Il. 18.585.

Of a fly Il. 17.572.

Fig.: δάκε φρένας μῦθος Il. 5.493 (cf. θυμοδακής).

ShortDef

to bite

Debugging

Headword:
δάκνω
Headword (normalized):
δάκνω
Headword (normalized/stripped):
δακνω
IDX:
2009
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2010
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. δάκε Il. 5.493.</p> <p>Infin. δακέειν Il. 17.572, Il. 18.585.</p> <p>To bite. Of dogs Il. 18.585.</p> <p>Of a fly Il. 17.572.</p> <p>Fig.: δάκε φρένας μῦθος Il. 5.493 (cf. θυμοδακής).</p>'}