Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
δαίμων
δαίνυμι
δαίς1
δάϊς
δαΐς
δαίσειν
δαίτη
δαίτηθεν
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω2
δαίω
δάκνω
δάκρυ
δακρυόεις
δάκρυον
View word page
δαιτρός
ὁ
[δαίω2.]
One who carves meat, a carver Od. 1.141 = Od. 4.57, Od. 17.331.
ShortDef
one that carves
Debugging
Headword:
δαιτρός
Headword (normalized):
δαιτρός
Headword (normalized/stripped):
δαιτρος
IDX:
2002
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2003
Key:
Data
{'content': '<p>ὁ</p> <p>[δαίω2.]</p> <p>One who carves meat, a carver Od. 1.141 = Od. 4.57, Od. 17.331.</p>'}