Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δαιμόνιος
δαίμων
δαίνυμι
δαίς1
δάϊς
δαΐς
δαίσειν
δαίτη
δαίτηθεν
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω2
δαίω
δάκνω
δάκρυ
δακρυόεις
View word page
δαιτρόν

τό

[δαίω2.]

One's portion Il. 4.262.

ShortDef

one's portion

Debugging

Headword:
δαιτρόν
Headword (normalized):
δαιτρόν
Headword (normalized/stripped):
δαιτρον
IDX:
2001
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2002
Key:

Data

{'content': "<p>τό</p> <p>[δαίω2.]</p> <p>One's portion Il. 4.262.</p>"}