Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δαϊκτάμενος
δαιμόνιος
δαίμων
δαίνυμι
δαίς1
δάϊς
δαΐς
δαίσειν
δαίτη
δαίτηθεν
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω2
δαίω
δάκνω
δάκρυ
View word page
δαιτρεύω

[δαιτρός.]

ShortDef

to cut up, to cut up for distribution

Debugging

Headword:
δαιτρεύω
Headword (normalized):
δαιτρεύω
Headword (normalized/stripped):
δαιτρευω
IDX:
2000
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.2001
Key:

Data

{'content': '<p>[δαιτρός.]</p>'}