Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

δαιδάλλω
δαίδαλον
δαΐζω
δαϊκτάμενος
δαιμόνιος
δαίμων
δαίνυμι
δαίς1
δάϊς
δαΐς
δαίσειν
δαίτη
δαίτηθεν
δαιτρεύω
δαιτρόν
δαιτρός
δαιτροσύνη
δαιτυμών
δαιτύς
δαΐφρων
δαίω2
View word page
δαίσειν

fut. infin. δαίνυμι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δαίσειν
Headword (normalized):
δαίσειν
Headword (normalized/stripped):
δαισειν
IDX:
1997
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1998
Key:

Data

{'content': '<p>fut. infin. δαίνυμι.</p>'}