Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γύναιος
γυνή
γυρός
γύψ
γωρυτός
δαείω
δαήμεναι
δαήμων
δαήρ
δαήσεαι
δάηται
δαί
δαιδάλεος
δαιδάλλω
δαίδαλον
δαΐζω
δαϊκτάμενος
δαιμόνιος
δαίμων
δαίνυμι
δαίς1
View word page
δάηται
3 sing. aor. subj. pass. δαίω1.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δάηται
Headword (normalized):
δάηται
Headword (normalized/stripped):
δαηται
IDX:
1984
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1985
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. subj. pass. δαίω1.</p>'}