Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γυρός
γύψ
γωρυτός
δαείω
δαήμεναι
δαήμων
δαήρ
δαήσεαι
δάηται
δαί
δαιδάλεος
δαιδάλλω
δαίδαλον
δαΐζω
δαϊκτάμενος
δαιμόνιος
δαίμων
δαίνυμι
View word page
δαήσεαι
2 sing. fut. δάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δαήσεαι
Headword (normalized):
δαήσεαι
Headword (normalized/stripped):
δαησεαι
IDX:
1983
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1984
Key:
Data
{'content': '<p>2 sing. fut. δάω.</p>'}