Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γυμνόω
γυναικεῖος
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γυρός
γύψ
γωρυτός
δαείω
δαήμεναι
δαήμων
δαήρ
δαήσεαι
δάηται
δαί
δαιδάλεος
δαιδάλλω
δαίδαλον
δαΐζω
δαϊκτάμενος
δαιμόνιος
View word page
δαήμων

-ονος

[δάω.]

ShortDef

knowing, experienced in

Debugging

Headword:
δαήμων
Headword (normalized):
δαήμων
Headword (normalized/stripped):
δαημων
IDX:
1981
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1982
Key:

Data

{'content': '<p>-ονος</p> <p>[δάω.]</p>'}