Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γυῖον
γυιόω
γυμνός
γυμνόω
γυναικεῖος
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γυρός
γύψ
γωρυτός
δαείω
δαήμεναι
δαήμων
δαήρ
δαήσεαι
δάηται
δαί
δαιδάλεος
δαιδάλλω
δαίδαλον
View word page
γωρυτός

-οῦ, ὁ.

ShortDef

a bow-case, quiver

Debugging

Headword:
γωρυτός
Headword (normalized):
γωρυτός
Headword (normalized/stripped):
γωρυτος
IDX:
1978
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1979
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}