Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γρηΰς
γύαλον
γυῖον
γυιόω
γυμνός
γυμνόω
γυναικεῖος
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γυρός
γύψ
γωρυτός
δαείω
δαήμεναι
δαήμων
δαήρ
δαήσεαι
δάηται
δαί
δαιδάλεος
View word page
γυρός

[cf. γυῖα, γύαλον.]

ShortDef

round

Debugging

Headword:
γυρός
Headword (normalized):
γυρός
Headword (normalized/stripped):
γυρος
IDX:
1976
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1977
Key:

Data

{'content': '<p>[cf. γυῖα, γύαλον.]</p>'}