Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γοῶντες
γραίη
γραπτύς
γράφω
γρηΰς
γύαλον
γυῖον
γυιόω
γυμνός
γυμνόω
γυναικεῖος
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γυρός
γύψ
γωρυτός
δαείω
δαήμεναι
δαήμων
δαήρ
View word page
γυναικεῖος

-η, -ον

[γυναικ-, γυνή.]

ShortDef

of or belonging to women

Debugging

Headword:
γυναικεῖος
Headword (normalized):
γυναικεῖος
Headword (normalized/stripped):
γυναικειος
IDX:
1972
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1973
Key:

Data

{'content': '<p>-η, -ον</p> <p>[γυναικ-, γυνή.]</p>'}