Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γούνατος
γουνός
γουνοῦμαι
γοῶντες
γραίη
γραπτύς
γράφω
γρηΰς
γύαλον
γυῖον
γυιόω
γυμνός
γυμνόω
γυναικεῖος
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γυρός
γύψ
γωρυτός
δαείω
View word page
γυιόω

[γυιός, lame.]

(ἀπο-.)

ShortDef

to lame

Debugging

Headword:
γυιόω
Headword (normalized):
γυιόω
Headword (normalized/stripped):
γυιοω
IDX:
1969
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1970
Key:

Data

{'content': '<p>[γυιός, lame.]</p> <p>(ἀπο-.)</p>'}