Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γοόων
γουνάζομαι
γούνατος
γουνός
γουνοῦμαι
γοῶντες
γραίη
γραπτύς
γράφω
γρηΰς
γύαλον
γυῖον
γυιόω
γυμνός
γυμνόω
γυναικεῖος
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γυρός
γύψ
View word page
γύαλον

-ου, τό

[cf. γυρός.]

(ἐγγυαλίζω).

ShortDef

a hollow

Debugging

Headword:
γύαλον
Headword (normalized):
γύαλον
Headword (normalized/stripped):
γυαλον
IDX:
1967
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1968
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό</p> <p>[cf. γυρός.]</p> <p>(ἐγγυαλίζω).</p>'}