Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γόμφος
γονή
γόνος
γόνυ
γόον
γόος
γοόων
γουνάζομαι
γούνατος
γουνός
γουνοῦμαι
γοῶντες
γραίη
γραπτύς
γράφω
γρηΰς
γύαλον
γυῖον
γυιόω
γυμνός
γυμνόω
View word page
γουνοῦμαι
= γουνάζομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γουνοῦμαι
Headword (normalized):
γουνοῦμαι
Headword (normalized/stripped):
γουνουμαι
IDX:
1961
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1962
Key:
Data
{'content': '<p>= γουνάζομαι.</p>'}