Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γνώω
γοάω
γόμφος
γονή
γόνος
γόνυ
γόον
γόος
γοόων
γουνάζομαι
γούνατος
γουνός
γουνοῦμαι
γοῶντες
γραίη
γραπτύς
γράφω
γρηΰς
γύαλον
γυῖον
γυιόω
View word page
γούνατος

γουνός

genit. γόνυ.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γούνατος
Headword (normalized):
γούνατος
Headword (normalized/stripped):
γουνατος
IDX:
1959
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1960
Key:

Data

{'content': '<p>γουνός</p> <p>genit. γόνυ.</p>'}