Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γνῶ
γνώῃ
γνώμεναι
γνώριμος
γνώσεται
γνωτός
γνώω
γοάω
γόμφος
γονή
γόνος
γόνυ
γόον
γόος
γοόων
γουνάζομαι
γούνατος
γουνός
γουνοῦμαι
γοῶντες
γραίη
View word page
γόνος

-ου, ὁ

[as γονή.]

ShortDef

that which is begotten, offspring, a child

Debugging

Headword:
γόνος
Headword (normalized):
γόνος
Headword (normalized/stripped):
γονος
IDX:
1953
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1954
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ</p> <p>[as γονή.]</p>'}