Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γνύξ
γνῶ
γνώῃ
γνώμεναι
γνώριμος
γνώσεται
γνωτός
γνώω
γοάω
γόμφος
γονή
γόνος
γόνυ
γόον
γόος
γοόων
γουνάζομαι
γούνατος
γουνός
γουνοῦμαι
γοῶντες
View word page
γονή

-ῆς, ἡ

[γον-, γεν-, γίγνομαι.]

ShortDef

produce, offspring

Debugging

Headword:
γονή
Headword (normalized):
γονή
Headword (normalized/stripped):
γονη
IDX:
1952
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1953
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[γον-, γεν-, γίγνομαι.]</p>'}