Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γνοίην
γνύξ
γνῶ
γνώῃ
γνώμεναι
γνώριμος
γνώσεται
γνωτός
γνώω
γοάω
γόμφος
γονή
γόνος
γόνυ
γόον
γόος
γοόων
γουνάζομαι
γούνατος
γουνός
γουνοῦμαι
View word page
γόμφος

-ου, ὁ.

ShortDef

a bolt

Debugging

Headword:
γόμφος
Headword (normalized):
γόμφος
Headword (normalized/stripped):
γομφος
IDX:
1951
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1952
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ὁ.</p>'}