Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γνάμπτω
γνήσιος
γνοίην
γνύξ
γνῶ
γνώῃ
γνώμεναι
γνώριμος
γνώσεται
γνωτός
γνώω
γοάω
γόμφος
γονή
γόνος
γόνυ
γόον
γόος
γοόων
γουνάζομαι
γούνατος
View word page
γνώω
aor. subj. γιγνώσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γνώω
Headword (normalized):
γνώω
Headword (normalized/stripped):
γνωω
IDX:
1949
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1950
Key:
Data
{'content': '<p>aor. subj. γιγνώσκω.</p>'}