Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνοίην
γνύξ
γνῶ
γνώῃ
γνώμεναι
γνώριμος
γνώσεται
γνωτός
γνώω
γοάω
γόμφος
γονή
γόνος
γόνυ
γόον
γόος
γοόων
γουνάζομαι
View word page
γνωτός

-ή, -όν

[γνω-, γιγνώσκω.]

ShortDef

perceived, understood, known
kinsman, kinswoman

Debugging

Headword:
γνωτός
Headword (normalized):
γνωτός
Headword (normalized/stripped):
γνωτος
IDX:
1948
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1949
Key:

Data

{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[γνω-, γιγνώσκω.]</p>'}