Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γναθμός
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνοίην
γνύξ
γνῶ
γνώῃ
γνώμεναι
γνώριμος
γνώσεται
γνωτός
γνώω
γοάω
γόμφος
γονή
γόνος
γόνυ
γόον
γόος
γοόων
View word page
γνώσεται
3 sing. fut. γιγνώσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γνώσεται
Headword (normalized):
γνώσεται
Headword (normalized/stripped):
γνωσεται
IDX:
1947
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1948
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. fut. γιγνώσκω.</p>'}