Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γλυφίς
γλῶσσα
γλωχίς
γναθμός
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνοίην
γνύξ
γνῶ
γνώῃ
γνώμεναι
γνώριμος
γνώσεται
γνωτός
γνώω
γοάω
γόμφος
γονή
γόνος
γόνυ
View word page
γνώῃ

γνῷ

3 sing. aor. subj. γιγνώσκω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γνώῃ
Headword (normalized):
γνώῃ
Headword (normalized/stripped):
γνωη
IDX:
1944
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1945
Key:

Data

{'content': '<p>γνῷ</p> <p>3 sing. aor. subj. γιγνώσκω.</p>'}