Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γλυκύς
γλυφίς
γλῶσσα
γλωχίς
γναθμός
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνοίην
γνύξ
γνῶ
γνώῃ
γνώμεναι
γνώριμος
γνώσεται
γνωτός
γνώω
γοάω
γόμφος
γονή
γόνος
View word page
γνῶ
3 sing. aor. γιγνώσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γνῶ
Headword (normalized):
γνῶ
Headword (normalized/stripped):
γνω
IDX:
1943
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1944
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. γιγνώσκω.</p>'}