Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γλυκύθυμος
γλυκύς
γλυφίς
γλῶσσα
γλωχίς
γναθμός
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνοίην
γνύξ
γνῶ
γνώῃ
γνώμεναι
γνώριμος
γνώσεται
γνωτός
γνώω
γοάω
γόμφος
γονή
View word page
γνύξ
[γόνυ.]
ShortDef
with bent knee
Debugging
Headword:
γνύξ
Headword (normalized):
γνύξ
Headword (normalized/stripped):
γνυξ
IDX:
1942
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1943
Key:
Data
{'content': '<p>[γόνυ.]</p>'}