Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γλῆνος
γλουτός
γλυκερός
γλυκύθυμος
γλυκύς
γλυφίς
γλῶσσα
γλωχίς
γναθμός
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνοίην
γνύξ
γνῶ
γνώῃ
γνώμεναι
γνώριμος
γνώσεται
γνωτός
γνώω
View word page
γνάμπτω
[ = κνάμπτω.]
3 sing. aor. γνάμψε. (ἀνα-, ἐπι-, περι-)
ShortDef
to bend
Debugging
Headword:
γνάμπτω
Headword (normalized):
γνάμπτω
Headword (normalized/stripped):
γναμπτω
IDX:
1939
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1940
Key:
Data
{'content': '<p>[ = κνάμπτω.]</p> <p>3 sing. aor. γνάμψε. (ἀνα-, ἐπι-, περι-)</p>'}