Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γιγνώσκω
γλάγος
γλακτοφάγος
γλαυκιάω
γλαυκός
γλαυκῶπις
γλαφυρός
γλήνη
γλῆνος
γλουτός
γλυκερός
γλυκύθυμος
γλυκύς
γλυφίς
γλῶσσα
γλωχίς
γναθμός
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
γνοίην
View word page
γλυκερός
-ή, -όν
[cf. γλυκύς.]
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γλυκερός
Headword (normalized):
γλυκερός
Headword (normalized/stripped):
γλυκερος
IDX:
1931
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1932
Key:
Data
{'content': '<p>-ή, -όν</p> <p>[cf. γλυκύς.]</p>'}