Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γίγνομαι
γιγνώσκω
γλάγος
γλακτοφάγος
γλαυκιάω
γλαυκός
γλαυκῶπις
γλαφυρός
γλήνη
γλῆνος
γλουτός
γλυκερός
γλυκύθυμος
γλυκύς
γλυφίς
γλῶσσα
γλωχίς
γναθμός
γναμπτός
γνάμπτω
γνήσιος
View word page
γλουτός
-οῦ, ὁ.
ShortDef
the rump
Debugging
Headword:
γλουτός
Headword (normalized):
γλουτός
Headword (normalized/stripped):
γλουτος
IDX:
1930
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1931
Key:
Data
{'content': '<p>-οῦ, ὁ.</p>'}