Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γηθοσύνη
γηθόσυνος
γῆμε
γῆρας
γηράσκω
γῆρυς
γίγνομαι
γιγνώσκω
γλάγος
γλακτοφάγος
γλαυκιάω
γλαυκός
γλαυκῶπις
γλαφυρός
γλήνη
γλῆνος
γλουτός
γλυκερός
γλυκύθυμος
γλυκύς
γλυφίς
View word page
γλαυκιάω

[γλαυκός.]

Pres. pple. γλαυκιόων.

ShortDef

glaring fiercely

Debugging

Headword:
γλαυκιάω
Headword (normalized):
γλαυκιάω
Headword (normalized/stripped):
γλαυκιαω
IDX:
1924
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1925
Key:

Data

{'content': '<p>[γλαυκός.]</p> <p>Pres. pple. γλαυκιόων.</p>'}