Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γέρας
γερούσιος
γέρων
γεύομαι
γέφυρα
γεφυρόω
γῆ
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γῆμε
γῆρας
γηράσκω
γῆρυς
γίγνομαι
γιγνώσκω
γλάγος
γλακτοφάγος
γλαυκιάω
γλαυκός
γλαυκῶπις
View word page
γῆμε

3 sing. aor. γαμέω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γῆμε
Headword (normalized):
γῆμε
Headword (normalized/stripped):
γημε
IDX:
1916
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1917
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. γαμέω.</p>'}