Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γέρανος
γεραρός
γέρας
γερούσιος
γέρων
γεύομαι
γέφυρα
γεφυρόω
γῆ
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γῆμε
γῆρας
γηράσκω
γῆρυς
γίγνομαι
γιγνώσκω
γλάγος
γλακτοφάγος
γλαυκιάω
View word page
γηθοσύνη
-ης, ἡ
[γηθέω.]
ShortDef
joy, delight
Debugging
Headword:
γηθοσύνη
Headword (normalized):
γηθοσύνη
Headword (normalized/stripped):
γηθοσυνη
IDX:
1914
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1915
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[γηθέω.]</p>'}