Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γέντο
γένυς
γεραιός
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γέρας
γερούσιος
γέρων
γεύομαι
γέφυρα
γεφυρόω
γῆ
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γῆμε
γῆρας
γηράσκω
γῆρυς
γίγνομαι
View word page
γέφυρα

ἡ.

ShortDef

(Homer) a dyke, dam; (classical) bridge

Debugging

Headword:
γέφυρα
Headword (normalized):
γέφυρα
Headword (normalized/stripped):
γεφυρα
IDX:
1910
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1911
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ.</p>'}