Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γενναῖος
γενόμην
γένος
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γέρας
γερούσιος
γέρων
γεύομαι
γέφυρα
γεφυρόω
γῆ
γηθέω
γηθοσύνη
γηθόσυνος
γῆμε
γῆρας
View word page
γερούσιος
[γέρων.]
ShortDef
for or befitting old men
Debugging
Headword:
γερούσιος
Headword (normalized):
γερούσιος
Headword (normalized/stripped):
γερουσιος
IDX:
1907
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1908
Key:
Data
{'content': '<p>[γέρων.]</p>'}