Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γένεσις
γενέσκετο
γενετή
γενναῖος
γενόμην
γένος
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γέρας
γερούσιος
γέρων
γεύομαι
γέφυρα
γεφυρόω
γῆ
γηθέω
γηθοσύνη
View word page
γέρανος

-ου, ἡ.

ShortDef

a crane

Debugging

Headword:
γέρανος
Headword (normalized):
γέρανος
Headword (normalized/stripped):
γερανος
IDX:
1904
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1905
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, ἡ.</p>'}