Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
γενέσκετο
γενετή
γενναῖος
γενόμην
γένος
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γέρας
γερούσιος
γέρων
γεύομαι
γέφυρα
γεφυρόω
γῆ
View word page
γεραιός
-ή
[γέρων.]
ShortDef
old
Debugging
Headword:
γεραιός
Headword (normalized):
γεραιός
Headword (normalized/stripped):
γεραιος
IDX:
1902
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1903
Key:
Data
{'content': '<p>-ή</p> <p>[γέρων.]</p>'}