Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀεσίφρων
ἄζαλέος
ἄζη
ἀζηκής
ἅζομαι
ἄζω
ἀηδών
ἀηθέσσω
ἄημι
ἀήρ
ἀήσυλος
ἀήτης
ἄητος
ἀθάνατος
ἄθαπτος
ἀθεεί
ἀθεμίστιος
ἀθέμιστος
ἀθερίζω
ἀθέσφατος
ἀθηρηλοιγός
View word page
ἀήσυλος

[prob. for ἀϝίσυλος, fr. ἀ-1 + (ϝ)ῖσος.]

(Cf. αἴσυλος.)

ShortDef

wicked

Debugging

Headword:
ἀήσυλος
Headword (normalized):
ἀήσυλος
Headword (normalized/stripped):
αησυλος
IDX:
189
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.190
Key:

Data

{'content': '<p>[prob. for ἀϝίσυλος, fr. ἀ-1 + (ϝ)ῖσος.]</p> <p>(Cf. αἴσυλος.)</p>'}