Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
γενέσκετο
γενετή
γενναῖος
γενόμην
γένος
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γέρας
γερούσιος
γέρων
View word page
γενόμην
aor. γίγνομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γενόμην
Headword (normalized):
γενόμην
Headword (normalized/stripped):
γενομην
IDX:
1898
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1899
Key:
Data
{'content': '<p>aor. γίγνομαι.</p>'}