Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
γενέσκετο
γενετή
γενναῖος
γενόμην
γένος
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραίρω
γέρανος
γεραρός
γέρας
γερούσιος
View word page
γενναῖος
[γεν-, γίγνομαι.]
ShortDef
noble, excellent
Debugging
Headword:
γενναῖος
Headword (normalized):
γενναῖος
Headword (normalized/stripped):
γενναιος
IDX:
1897
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1898
Key:
Data
{'content': '<p>[γεν-, γίγνομαι.]</p>'}