Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
γενέσκετο
γενετή
γενναῖος
γενόμην
γένος
γέντο
γένυς
γεραιός
γεραίρω
γέρανος
View word page
γένεσις

[γεν-, γίγνομαι.]

ShortDef

an origin, source, productive cause

Debugging

Headword:
γένεσις
Headword (normalized):
γένεσις
Headword (normalized/stripped):
γενεσις
IDX:
1894
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1895
Key:

Data

{'content': '<p>ἡ</p> <p>[γεν-, γίγνομαι.]</p>'}