Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
γενέσκετο
γενετή
γενναῖος
γενόμην
γένος
γέντο
γένυς
γεραιός
View word page
γένειον

-ου, τό

[γένυς.]

ShortDef

the part covered by the beard, the chin

Debugging

Headword:
γένειον
Headword (normalized):
γένειον
Headword (normalized/stripped):
γενειον
IDX:
1892
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1893
Key:

Data

{'content': '<p>-ου, τό</p> <p>[γένυς.]</p>'}