Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
γενέσκετο
γενετή
γενναῖος
γενόμην
γένος
γέντο
γένυς
View word page
γενειάω
[γενειάς.]
ShortDef
to grow a beard, get a beard
Debugging
Headword:
γενειάω
Headword (normalized):
γενειάω
Headword (normalized/stripped):
γενειαω
IDX:
1891
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1892
Key:
Data
{'content': '<p>[γενειάς.]</p>'}