Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
γενέσκετο
γενετή
γενναῖος
γενόμην
γένος
γέντο
View word page
γενειάς
-άδος, ἡ
[γένειον.]
ShortDef
a beard
Debugging
Headword:
γενειάς
Headword (normalized):
γενειάς
Headword (normalized/stripped):
γενειας
IDX:
1890
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1891
Key:
Data
{'content': '<p>-άδος, ἡ</p> <p>[γένειον.]</p>'}