Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
γενέσκετο
γενετή
γενναῖος
γενόμην
γένος
View word page
γενέθλη

-ης, ἡ

[as γενεή.]

ShortDef

race, stock, family

Debugging

Headword:
γενέθλη
Headword (normalized):
γενέθλη
Headword (normalized/stripped):
γενεθλη
IDX:
1889
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1890
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[as γενεή.]</p>'}