Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
γενέσκετο
γενετή
γενναῖος
γενόμην
View word page
γενεά

-ῆς, ἡ

[γεν-, γίγνομαι.]

Instrumental γενεῆφι Il. 9.58, Il. 14.112, Il. 21.439.

ShortDef

race, stock, family

Debugging

Headword:
γενεά
Headword (normalized):
γενεά
Headword (normalized/stripped):
γενεα
IDX:
1888
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1889
Key:

Data

{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[γεν-, γίγνομαι.]</p> <p>Instrumental γενεῆφι Il. 9.58, Il. 14.112, Il. 21.439.</p>'}