Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
γενέσκετο
γενετή
View word page
γελώων
3 pl. impf. γελωάω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γελώων
Headword (normalized):
γελώων
Headword (normalized/stripped):
γελωων
IDX:
1886
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1887
Key:
Data
{'content': '<p>3 pl. impf. γελωάω.</p>'}