Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
γέγηθε
γέγονε
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
γένεσις
View word page
γελωάω
[γελάω.]
3 pl. impf. γελώων.
= γελάω 2.a: γναθμοῖσιν ἀλλοτρίοισιν Od. 20.347.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
γελωάω
Headword (normalized):
γελωάω
Headword (normalized/stripped):
γελωαω
IDX:
1884
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1885
Key:
Data
{'content': '<p>[γελάω.]</p> <p>3 pl. impf. γελώων.</p> <p>= γελάω 2.a: γναθμοῖσιν ἀλλοτρίοισιν Od. 20.347.</p>'}