Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

γεγάᾶσι
γέγηθε
γέγονε
γέγωνα
γείνατο
γεινόμεθα
γείτων
γελαστός
γελάω
γελοίϊος
γελόω
γελωάω
γέλως
γελώων
γελώωντες
γενεά
γενέθλη
γενειάς
γενειάω
γένειον
γενέσθαι
View word page
γελόω

See γελάω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γελόω
Headword (normalized):
γελόω
Headword (normalized/stripped):
γελοω
IDX:
1883
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.1884
Key:

Data

{'content': '<p>See γελάω.</p>'}